- ὀρθοστάτῃ
- ὀρθοστάτηςupright shaftmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγκαλιά — η 1. η αγκάλη* (βλ. ερμ. 1, 2, 3 και νεοελλ.) 2. σιδερένιο τεμάχιο τής στέγης σε σχήμα Π, που περιβάλλει τον κεντρικό ορθοστάτη (κν. μπαμπά) 3. (ως επίρρ.) στην αγκαλιά, αγκαλιαστά, αγκαλιασμένοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τύπος τού αγκάλη με την… … Dictionary of Greek
αντίσκηνο — Είδος σκηνής που χρησιμοποιείται κυρίως από στρατιώτες. Κατασκευάζεται από τετράγωνο αδιάβροχο ύφασμα με επιφάνεια συνήθως 2,5 τ.μ., σε χρώμα σκούρο γκρι ή χακί, κατάλληλο για συγκάλυψη. Το α. αποτελεί στέγη για έναν στρατιώτη, μπορεί όμως να… … Dictionary of Greek
καταλοβεύς — καταλοβεύς, ὁ (Α) γείσο, επιστέγασμα με κλίση προς τα κάτω, τοποθετημένο πάνω από το υπέρθυρο ή τον ορθοστάτη οικοδομήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λοβ εύς (< λοβός), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ουσ.] … Dictionary of Greek
νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… … Dictionary of Greek
τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… … Dictionary of Greek
Σαπούρ — Όνομα βασιλιάδων της Περσίας. 1. Σ. ο A’. Βασιλιάς της Περσίας (240 271). Ήταν γιος του Αρταξέρξη (226 240), του θεμελιωτή της δυναστείας των Σασανιδών. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, αντιμετώπισε σοβαρότατα προβλήματα, γιατί οι Αρμένιοι προσπάθησαν να… … Dictionary of Greek